στρεπτός

στρεπτός
στρεπτ-ός, ή, όν,
A easily twisted, pliant: σ. χιτών was (acc. to Aristarch.) a shirt of chainarmour or mail, Il.5.113, 21.31; σ. λύγοι pliant withes, E.Cyc.225; σ. κάλωες twisted, Orph.A.623;

ἁρπεδόνα AP6.160

(Antip. Sid.); φλοιὸς σ. ἑλιττόμενος twisted, gnarled, Thphr.HP3.13.2;

σ. κεκρύφαλοι

twined, wreathed,

AP6.219.4

(Antip.); θύσανοι ib.225 (Nicaen.); ῥυτίδες ib.5.203 (Mel.);

ἐσθῆτες Diog.Oen.10

; κυμάτιον, of a moulding, LXX Ex.25.10(11), al.; τὰ σ. τῶν στύλων, τῶν γλυφῶν ib.3 Ki. 7.41.
II Subst. στρεπτός, ὁ (in D.S.5.45, σ. κύκλος), collar of twisted or linked metal,

χρύσεος σ. περιαυχένιος Hdt.3.20

, cf. 9.80, Pl.R.553c, X.Cyr.1.3.2, J.AJ11.6.10:—also [full] στρεπτόν, τό, IG22.1388.28, Men.Epit.187: pl., Plu.Art.15.
2 of pastry, twist, roll, D.18.260, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.13 d, Poll.6.77: also στρεπτόν, τό, Jul.Ep.180.
3 σ. μοτός or τιλτός a twist of lint, Gal. 14.795, Paul.Aeg.6.6.
III metaph., to be bent or turned, στρεπτοὶ καὶ θεοὶ αὐτοί the gods themselves may be turned (by prayer), Il.9.497;

σ. φρένες ἐσθλῶν 15.203

; also σ. γλῶσσα glib, plant tongue, 20.248.
IV bent, curved, σ. σίδηρος, of a pick-axe, E.HF946; κορώνη, of a bow, Theoc.25.212;

ἄγκιστρα AP6.27

(Theaet.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρεπτός — easily twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”